- δειμαλέον
- δειμαλέοςtimidmasc acc sgδειμαλέοςtimidneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειμαλέος — δειμαλέος, α, ον (Α) 1. ο γεμάτος φόβο, ο τρομαγμένος («δειμαλέην αὐδήν» τρομαγμένη φωνή, φωνή που έδειχνε τρόμο) 2. αυτός που προκαλεί τρόμο («κεραυνὸν δειμαλέον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (πρβλ. θαρσαλέος, σμερδαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek